-
1 επετειος
ион. ἐπέτεος 2 и 31) годичный, годовой(φόρος Her.; καρπός Plat., Arst.)
2) ежегодный(θυσίαι Her.)
3) повторяющийся из года в год(νόσοι Plat.)
4) однолетний(φυτά Arst.)
5) изданный на (текущий) год(τῆς βουλῆς ψηφίσματα Dem.)
6) меняющийся из года в годἐ. τέν φύσιν Arph. — непостоянный по природе
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… … Dictionary of Greek